- ἀγώγιμα
- ἀγώγιμοςcapable of being carriedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμετάλλωση — Μεταλλική επένδυση για την προστασία μεταλλικών ή μη υλικών και για τη βελτίωση των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους. Η ε. εκτελείται με διάφορες μεθόδους: με εμβάπτιση, με ηλεκτρόλυση, με καθοδική ε. Η ε. με εμβάπτιση εφαρμόζεται για την… … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
κυματοδηγός — Κούφιος μεταλλικός αγωγός, στο εσωτερικό του οποίου διαδίδονται ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκος κύματος της τάξης των διαστάσεων της εγκάρσιας τομής του αγωγού. Γίνεται δηλαδή λόγος για περιορισμό της διάδοσης του κύματος κατά μία ή περισσότερες … Dictionary of Greek
επαφή — η (AM ἐπαφή) αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία) νεοελλ. 1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους τού περιοδικού») 2. σχέση, συνάφεια… … Dictionary of Greek
εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλεκτρισμό («ηλεκτρικός αγωγός») 2. αυτός που προκαλείται ή παράγεται από το ηλεκτρικό ρεύμα, από τον ηλεκτρισμό («ηλεκτρικό φως») 3. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτρική μηχανή») 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
φωτοαγωγιμότητα — Το φαινόμενο της φ. συνίσταται στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος σε μη αγώγιμα υλικά (ημιαγωγοί), όταν αυτά προσβάλλονται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες είτε του ορατού φάσματος είτε του υπέρυθρου και του υπεριώδους, των ακτίνων X και των… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek